- ρεζεντά
- Μονοετείς ή πολυετείς πόες, με μικρά ακανόνιστα άνθη κατά επάκριους στάχεις ή βότρεις, του γένους ρεζεδά (οικογένεια Ρεζεδιδών, δικοτυλήδονα). Ένα είδος της ελληνικής χλωρίδας πολύ κοινό σε άγονους, αμμουδερούς και ξηρούς τόπους είναι η ώχρα ή ώχηστρα (ρεζεδάς ο κίτρινος). Είναι εύκολο να τον αναγνωρίσει κανείς το καλοκαίρι, από τους επιμήκεις επάκριους στάχεις του, που σχηματίζονται από ένα μεγάλο αριθμό κιτρινοπρασινωπών μικρών ανθέων· τα τελευταία έχουν 6 σέπαλα, 7 πέταλα βαθιά χωρισμένα, 9 στήμονες με κοκκινωπούς ανθήρες και έναν ύπερο με 3 στύλους. Έχει βλαστό όρθιο, διακλαδιζόμενο, με φύλλα επαλλάσσοντα, άμισχα, τα κατώτερα ακέραια, τα ανώτερα πτεροσχιδή. Ο καρπός είναι κάψα, διαρρηκτή, μονόχρωμη, η οποία ανοίγει στην κορυφή με 3 οδόντες και περικλείει πολυάριθμα, πολύ μικρά, μελανά, στίλβοντα σπέρματα. Από το φυτό εξάγεται μια κίτρινη χρωστική ουσία (λουτεολίνη) που χρησιμοποιείται για τη βαφή του μεταξιού: για τον σκοπό αυτόν καλλιεργείται συστηματικά το φυτό στη Μεγάλη Βρετανία και στη Γαλλία. Το συγγενές είδος ρ. o εύοσμος, γνωστός ως ρ. των κήπων, είναι μια χαριτωμένη πόα που κατάγεται από τη βόρεια Αφρική και έχει άνθη κιτρινοπρασινωπά, εύοσμα, διατεταγμένα κατά σφαιρικούς-κωνικούς βότρεις. Από τα άνθη αυτά εξάγεται ένα αιθέριο έλαιο που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει, εκτός από τον ρ. τον κίτρινο και άλλα 6 είδη: ρ. ο λευκός ρ. o κιτρινωπός, ρ. το φύτευμα, ρ. ο γιακουίνεος, ρ. o τυμφαίος, ρ. o αραβικός.
Ρεζεδάς ο κίτρινος: καρποί. Από το φυτό αυτό, που καλλιεργείται στη Γαλλία και στη Μεγάλη Βρετανία, παράγεται μια χρωστική για το μετάξι.
* * *και ρεζεδά, η, και ρεζεδάς, ο, Νβοτ. δικότυλο ποώδες φυτό με καρπό κάψα, τής οικογένειας ρεζεντίδες τής τάξης καππαρώδη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. reseda < λατ. reseda «είδος φυτού»].
Dictionary of Greek. 2013.